καταπαλτικά

καταπαλτικά
καταπαλτικός
engine of war for hurling bolts
neut nom/voc/acc pl
καταπαλτικά̱ , καταπαλτικός
engine of war for hurling bolts
fem nom/voc/acc dual
καταπαλτικά̱ , καταπαλτικός
engine of war for hurling bolts
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταπελτικός — και καταπαλτικός, ή, όν (Α) [καταπέλτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το καταπελτικά ή καταπαλτικά οι καταπέλτες 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ καταπελτικόν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”